-
-
-
Δε θα μπορέσεις να σταθείς όρθιος, δε θα μπορέσεις ν” αντέξεις το βάρος άλλης μιας μέρας αν δεν ξεφορτωθείς τ” απομεινάρια της νύχτας.
Θα ζήσεις μια ζωή χωρίς εξάρσεις, χωρίς εξεγέρσεις. Στα καμαρίνια της ιστορίας.
Η
καθαγιασμένη μετριότητα μιας ζωής ριγμένης κάπου εκεί, κάπου εκεί
ανάμεσα σε όλα αυτά που ήθελες να κάνεις και σε όλα αυτά που κάνεις.
-
Κοιμάσαι τις νύχτες και ξυπνάς τα πρωινά. Ενδιάμεσα στην αφύπνιση και την κατάκλιση, υποτίθεται ότι προλαβαίνεις να ζεις.
Όμως όταν κοιμάσαι δεν είσαι πια ο εαυτός σου, ονειρεύεσαι.
Και όταν ξυπνάς δεν είσαι πια ο εαυτός σου.
-
Ήσουν μεγάλος μέχρι να μεγαλώσεις, μετά συρρικνώθηκες και χώρεσες σε ένα κουστούμι νάνου.
-
Η
μέρα σου αρχίζει με βλαστήμιες ή μπορεί μονάχα μ” έναν αναστεναγμό κι
ένα πικρό βήχα που βγάζει από τα πνευμόνια σου πίσσα, τσιμέντο και ανία.
-
Ο
ήλιος είναι σκληρός, πιο σκληρός κι απ” τον καθρέφτη, όπου βλέπεις τις
ρυτίδες να απλώνονται χωρίς καμία σοφία να κυλάει μέσα τους.
Δεν είναι ωριμότητα, είναι χαμός.
-
Μα δε θρηνείς για όσα άφησες, δε θρηνείς για όσα χάνεις.
Κοιτιέσαι εκεί μέσα, μέσα στον εαυτό σου που κοιτιέται στον καθρέφτη, και βλέπεις έναν άνθρωπο αλλότριο, παράδοξο, ξένο.
Κάποτε ίσως και να υπήρχες.
Τώρα υπάρχει μόνο η αργή αντίστροφη μέτρηση.
Η αντίστροφη μέτρηση κάθε μέρα μέχρι να πέσεις να κοιμηθείς και να ξεχάσεις.
-
Ο
ήλιος είναι σκληρός, τα αστέρια είναι κρύα και μόνο η αμνησία σε
παρηγορεί για να μην αρχίσεις να γελάς, να γελάς άγρια και τρομαχτικά,
τρομάζοντας ακόμα και τον εαυτό σου στον καθρέφτη, εκείνον που κάποτε
ήσουν εσύ και τώρα είναι μια κινούμενη εικόνα, μια αναπαράσταση ζωντανού
ανθρώπου.
Δεν μπορείς να γεμίσεις κανέναν χώρο με την παρουσία σου, γιατί είσαι πιο άδειος και από μια παρένθεση. (
Μια παρένθεση χωρίς δεύτερη. (
Χωρίς περιεχόμενο, χωρίς τίποτα να έχει να πει. (
-
Αναλώνεσαι,
αναλώνεσαι καθημερινά σε όλα αυτά που κάνουν τόσο ανούσιο το βίο σου,
τόσο φασματική την πολιτεία σου, τόσο κοινότοπη τη ζωή σου.
Και είσαι τόσο ανούσιος, τόσο ο εαυτός σου, επειδή δεν χωράει τίποτα άλλο στην κενότητα σου.
Τίποτα
πέρα από τον εαυτό σου. Και εκείνη τη γλυκιά αυταπάτη της σημασίας όλων
των καταναγκασμών και όλων των υποχρεώσεων που αλείφεις σε ένα κομμάτι
ψωμί.
Ξέρεις τι θα συμβεί.
Ξέρεις
ακριβώς τι θα συμβεί, κάθε μέρα, κάθε πρωί, κάθε γιορτή, κάθε
Χριστούγεννα και Πάσχα και καλοκαίρι και όλα θα είναι μέτρια, όλα θα
είναι εντάξει, όλα θα είναι συνταρακτικά ίδια.
Εσύ θα μείνεις ίδιος.
Λίγο παραπάνω απ” το θα-ήθελα-να-ήμουν-κάπως-αλλιώς.
-
Εξωραϊζεις την ασχήμια σου παρατάσσοντας ασήμαντες ηδονές στο ράφι του παιδικού σου δωματίου.
Γιατί
ποτέ δεν έφυγες από “κει μέσα, ποτέ δεν βγήκες από το δωμάτιο όπου
κάποιοι σε έκλεισαν πριν καν προφέρεις την πρώτη σου λέξη.
Και
έγινε το δωμάτιο ένας ολόκληρος κόσμος, ένας κόσμος στα μέτρα σου και
στα σταθμά σου, το ίδιο τετράγωνος όπως κι εσύ, το ίδιο προβλέψιμος όπως
το πρωινό σου ξύπνημα, το ίδιο παθιασμένος όπως το ξύσιμο της πιτυρίδας
στο κρανίο σου.
-
Κάποτε ήσουν αθάνατος, τότε που νόμιζες ότι η ύστατη στιγμή θα είναι βουτηγμένη στα νούφαρα κάποιου ηδονικού μέλλοντος.
Καθώς
όμως βουλιάζεις στο έλος της απάθειας και καθώς ο θάνατος μοιάζει να
είναι μια ευτυχής πιθανότητα ξεχνάς ότι κάποτε σου δόθηκε η ευκαιρία να
κολυμπήσεις.
Αντί να κολυμπήσεις έμεινες να βρέχεις τα πόδια σου στα ρηχά, δέσμιος ενός ανομολόγητου φόβου για κάθετι μακρινό.
Ναι, αναγνωρίζεις τον εαυτό σου όταν κοιτάς τα ερείπια που αφήνει πίσω του ο χρόνος.
Δεν
είσαι Σπάρτακος ούτε θα τολμούσες να τον ακολουθήσεις, αν μια μέρα
βρισκόταν μπροστά σου και σου θύμιζε ποιος ήθελες να είσαι.
Θα γελούσες μόνο και θα συνέχιζες να περιμένεις το νεύμα του Καίσαρα για να χώσεις το σπαθί στο στέρνο σου.
Σκοτώνοντας αυτόν που σε ανάγκασε να μην είσαι τίποτα άλλο από ένα ψηφίο σε μια γεωμετρικά αυξανόμενη ακολουθία νεκρών.
Όλοι
σου οι νεκροί εαυτοί, όλοι αυτοί οι σύντροφοι που άφησες πίσω, επειδή
ήταν πολύ δύσκολο να κάνεις κάτι παραπάνω από το τίποτα.
-
Δεν
γεννήθηκες έτσι. Κανείς δεν γεννιέται αμνός, κανείς δεν γεννιέται
σφάγιο. Απλά συνήθισες. Τι άλλο μπορούσες να κάνεις, απ” το να
συνηθίσεις;
Συνήθισες την ιδέα ότι δεν είσαι τίποτα άλλο από τροφή για τα λιοντάρια.
Δίχως εξάρσεις, δίχως εξεγέρσεις, ένας μικροαστός δούλος της κανονικότητας, ριγμένος αβίαστα στην αρένα της καθημερινότητας.
Ωραία που είναι τα λιοντάρια!
Ωραία που είναι να σε καταβροχθίζουν.
-
Οι θεατές χειροκροτάνε κι εσύ χαμογελάς.
Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ για όσα μου πήρατε.
Μετά την παράσταση έχει νόστιμο φουά-γκρα, φτιαγμένο από τα πρησμένα συκώτια των ποιητών.
-
Κάπως έτσι τελειώνει ο κόσμος. Κάπως έτσι τελειώνει ο κόσμος. Κάπως έτσι τελειώνει ο κοσμος.
Όχι με πάταγο ούτε με λυγμό, αλλά με ένα χλιαρό χειροκρότημα.
-
Η παράσταση έλαβε τέλος.
Χρήματα δεν επιστρέφονται.